- επιτριτον
- ἐπίτριτοντό (sc. δάνεισμα) ссуда, дающая годовой прирост в одну треть суммы Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπίτριτον — ἐπίτριτος containing an integer and one third masc acc sg ἐπίτριτος containing an integer and one third neut nom/voc/acc sg ἐπίτριτος containing an integer and one third masc/fem acc sg ἐπίτριτος containing an integer and one third neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπίτριτον — ἐπίτριτον , ἐπίτριτος containing an integer and one third masc acc sg ἐπίτριτον , ἐπίτριτος containing an integer and one third neut nom/voc/acc sg ἐπίτριτον , ἐπίτριτος containing an integer and one third masc/fem acc sg ἐπίτριτον , ἐπίτριτος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίτριτος — η, ο (Α ἐπίτριτος, ον) [τρίτος] μουσ. φρ. «επίτριτος λόγος» ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος ο οποίος έχει προς το μήκος τής όλης χορδής ή στη φυσική διατονική κλίμακα παραγόμενη διά τεσσάρων μείζων τέλεια συμφωνία, που έχει αξία μήκους χορδής 3 … Dictionary of Greek